- κοινοβιάρχης
- ο, θηλ. κοινοβιάρχισσα (AM κοινοβιάρχης)1. ο προϊστάμενος κοινοβίου2. ο ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιον + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ-άρχης, τελετ-άρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινοβιάρχης — head of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοβιάρχης — ο θηλ. κοινοβιάρχισσα ο ηγούμενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινοβιάρχην — κοινοβιάρχης head of a masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοβιάρχου — κοινοβιάρχης head of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
киновия — кеновия монастырь, обитель (Мельников), цслав. киновие ср. р. Из греч. κοινόβιον; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 87. Др. русск. кеновиархъ настоятель (Грефений, РФВ 13, 35) из греч. κοινοβιάρχης; см. Фасмер, там же … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
киновиарх — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. κοινοβιάρχης) начальник обители … Словарь церковнославянского языка
κοινοβιαρχώ — κοινοβιαρχῶ, έω (Μ) [κοινοβιάρχης] διοικώ κοινοβιακό μοναστήρι … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… … Dictionary of Greek
chinovie — CHINÓVIE, chinovii, s.f. Mănăstire în care călugării au viaţa organizată în comun. [acc. şi: chinovíe] – Din sl. kinovija. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98 CHINOVÍE s. (bis.) (înv.) obşte. (O chinovie mânăsti rească.) Trimis de… … Dicționar Român